- μαγκαρία
- η шайка, банда беспризорных уличных мальчишек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγκαρία — η σύνολο ή πλήθος από μάγκες, ομάδα από μάγκες, αλητόκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγκας + κατάλ. αρία (πρβλ. αλήτης αληταρία)] … Dictionary of Greek